αδιαπόρευτος

αδιαπόρευτος
-η, -ο
αδιάβατος: Το μονοπάτι από δω και πέρα είναι αδιαπόρευτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδιαπόρευτος — η, ο (Α ἀδιαπόρευτος, ον) [διαπορεύω] αδιαπέραστος, αδιάβατος …   Dictionary of Greek

  • ἀδιαπόρευτον — ἀδιαπόρευτος that cannot be traversed masc/fem acc sg ἀδιαπόρευτος that cannot be traversed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”